φαρέτρην

φαρέτρην
φαρέτρα
quiver
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • PHARETRA Cressa — apud Virg. Georg. l. 3. v. 345. Armaque Amyclaeumque canem, Cressamque saretram. Et Lycia, apud Papinium Theb. l. 6. v. 645. Coetera plebs Lyciis gaudet contenta pharetris: pro praestan tissima, ab usu sagittandi utriusque gentis. Quales autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οϊστοδόκος — ὀϊστοδόκος και ὀϊστοδόχος, ον, θηλ. και ὀϊστοδόκη (Α) αυτός που χρησιμοποιείται ως θήκη για βέλη, ως φαρέτρα («ὀϊστοδόκην μὲν ἐπὶ χθονὶ θῆκε φαρέτρην», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος /… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”